πατρίῳ

πατρίῳ
πάτριος
of
masc/neut dat sg
πάτριος
of
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πατρίωι — πατρίῳ , πάτριος of masc/neut dat sg πατρίῳ , πάτριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώτιδα — πατριώ̱τιδα , πατριῶτις one s own country s fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώτιδος — πατριώ̱τιδος , πατριῶτις one s own country s fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • патрио́т — а, м. Тот, кто любит свое отечество, предан своему народу, родине. Джемма воскликнула, что если б Эмиль чувствовал себя патриотом и желал посвятить все силы свои освобождению Италии, то, конечно, для такого высокого и священного дела можно… …   Малый академический словарь

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ολοκαυτώ — (I) ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, έω (Α) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.). (II) ὁλοκαυτῶ, όω (ΑΜ) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα …   Dictionary of Greek

  • υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”